Μόλις γύρισα. Μπήκα στο σπίτι... Ναι, ναι, το δικό μου. Ή τουλάχιστον έτσι υποτίθεται.
Δεν το αναγνωρίζω, σαν να μην έζησα ποτέ εδώ. Σαν να μπήκε μέσα κάποια άλλη. Τι έκανα εδώ άραγε; Όλα είναι ξένα.
Θυμάμαι μόνο πως απαρνήθηκα συνήθειες και άτομα, υιοθέτησα άλλες και άλλα, μα ποτέ δεν κατάλαβα που με έβγαλαν. Το μόνο σίγουρο είναι πως με οδήγησαν πάλι πίσω. Είχα ξεχάσει πως υπήρχε αυτή η πλευρά του εαυτού μου, την θυσίασα στο βωμό κάποιας άλλης, και δεν το μετανιώνω. Μπορούσα να έχω μόνο μία εκδοχή της πραγματικότητας.
Θα σου πουν να μην αναρωτιέσαι τι θα μπορούσε να είχε γίνει αν διάλεγες εκείνο και όχι το άλλο, και ενώ το ξέρω πως είναι τόσο ανορθόδοξο αφέθηκα ελεύθερη να το κάνω. Αύριο θα γυρίσω πάλι στη συνήθεια, στο εγώ μου που έχει κάνει τις επιλογές του και δεν μετανιώνει, αλλά σήμερα οχι. Σήμερα διαφωνώ με μένα. Ναι, σωστά διαβάζεις. Και γι αυτό ακριβώς πρέπει να εκφραστώ εδώ και όχι στους ανθρώπους που επέλεξε ο ίδιος μου ο ευατός. Αυτός που "πρέπει να τα κάνει όλα τέλεια" και "έχει διαλέξει το δρόμο του (και τους ανθρώπους του)".
Ήθελα να γευτώ το ποτό από το στόμα σου, εκεί, μακριά απ' όλα.
Ήθελα να νιώσω τα χείλη σου στα δικά μου.
Να μη μάθω τίποτα για σένα.
Να κάτσω μόνη μου μαζί σου σ' ένα αεροδρόμιο όλη μέρα.
Να σε αγγίξω, έστω λίγο, ή -ιδανικά- πολύ.
Να σου πω πως όποτε σε κοιτάζω, θέλω να μου χαμογελάς -κι ας μην ξέρω τι σημαίνει-.
Να ξεχάσω πως έζησα εκεί που επέλεξα, με ο,τι επέλεξα.
Να τα γκρεμίσω όλα χωρίς δεύτερη σκέψη.
Κι άφησες το ποτό σου δίπλα μου, έφυγες.
Μιλήσαμε για τις ζωές μας.
Και σκέφτηκα πόσο θα ήθελα να σε φιλήσω.
Έφυγα να δω αξιοθέατα.
Και απέφυγα την επαφή -ίσως καταλάβαινες-.
Έμεινα να κοιτάω το χαμόγελό σου ελπίζοντας πως κάτι θα σημαίνει ή μάλλον πως δε θα σημαίνει τίποτα.
Και έφυγα με ό,τι επέλεξα.
Τίποτα δεν γκρέμισα.
Γελούσα για να μην μελαγχολήσω, για να μην καταλάβει κανείς τίποτα. Έτρεξα να φύγω, δε σε χαιρέτησα. Θα σε φίλαγα. Ήταν το πιο όμορφο φιλί στα φανταστικά μου σενάρια. Το λεωφορείο έφυγε με μένα μέσα και το μυαλό μου σε σένα. Μπήκα σπίτι. Με το μυαλό μου σε σένα. Γράφω σ' έναν υπολογιστή. Μόνο σ' αυτόν μπορώ να μιλήσω για σένα.
Δεν θα σου ξαναμιλήσω ποτέ αφού δεν πρόκειται να ξαναδώ το χαμόγελό σου. Το πήρα, πλέον, απόφαση. Νομίζω πως κατάλαβες τι ήθελα. Και νομίζω πως κι εσύ το ήθελες.
Μια πλευρά του εαυτού μου εύχεται να το έβλεπες αυτό. Αυτή που επέλεξα είναι ανακουφισμένη που δε θα το δεις.
Αλλά υποθέτω πως δεν έχει καμία σημασία.
Η εκδοχή της πραγατικότητας εκλέχθηκε.
Δεν το αναγνωρίζω, σαν να μην έζησα ποτέ εδώ. Σαν να μπήκε μέσα κάποια άλλη. Τι έκανα εδώ άραγε; Όλα είναι ξένα.
Θυμάμαι μόνο πως απαρνήθηκα συνήθειες και άτομα, υιοθέτησα άλλες και άλλα, μα ποτέ δεν κατάλαβα που με έβγαλαν. Το μόνο σίγουρο είναι πως με οδήγησαν πάλι πίσω. Είχα ξεχάσει πως υπήρχε αυτή η πλευρά του εαυτού μου, την θυσίασα στο βωμό κάποιας άλλης, και δεν το μετανιώνω. Μπορούσα να έχω μόνο μία εκδοχή της πραγματικότητας.
Θα σου πουν να μην αναρωτιέσαι τι θα μπορούσε να είχε γίνει αν διάλεγες εκείνο και όχι το άλλο, και ενώ το ξέρω πως είναι τόσο ανορθόδοξο αφέθηκα ελεύθερη να το κάνω. Αύριο θα γυρίσω πάλι στη συνήθεια, στο εγώ μου που έχει κάνει τις επιλογές του και δεν μετανιώνει, αλλά σήμερα οχι. Σήμερα διαφωνώ με μένα. Ναι, σωστά διαβάζεις. Και γι αυτό ακριβώς πρέπει να εκφραστώ εδώ και όχι στους ανθρώπους που επέλεξε ο ίδιος μου ο ευατός. Αυτός που "πρέπει να τα κάνει όλα τέλεια" και "έχει διαλέξει το δρόμο του (και τους ανθρώπους του)".
Ήθελα να γευτώ το ποτό από το στόμα σου, εκεί, μακριά απ' όλα.
Ήθελα να νιώσω τα χείλη σου στα δικά μου.
Να μη μάθω τίποτα για σένα.
Να κάτσω μόνη μου μαζί σου σ' ένα αεροδρόμιο όλη μέρα.
Να σε αγγίξω, έστω λίγο, ή -ιδανικά- πολύ.
Να σου πω πως όποτε σε κοιτάζω, θέλω να μου χαμογελάς -κι ας μην ξέρω τι σημαίνει-.
Να ξεχάσω πως έζησα εκεί που επέλεξα, με ο,τι επέλεξα.
Να τα γκρεμίσω όλα χωρίς δεύτερη σκέψη.
Κι άφησες το ποτό σου δίπλα μου, έφυγες.
Μιλήσαμε για τις ζωές μας.
Και σκέφτηκα πόσο θα ήθελα να σε φιλήσω.
Έφυγα να δω αξιοθέατα.
Και απέφυγα την επαφή -ίσως καταλάβαινες-.
Έμεινα να κοιτάω το χαμόγελό σου ελπίζοντας πως κάτι θα σημαίνει ή μάλλον πως δε θα σημαίνει τίποτα.
Και έφυγα με ό,τι επέλεξα.
Τίποτα δεν γκρέμισα.
Γελούσα για να μην μελαγχολήσω, για να μην καταλάβει κανείς τίποτα. Έτρεξα να φύγω, δε σε χαιρέτησα. Θα σε φίλαγα. Ήταν το πιο όμορφο φιλί στα φανταστικά μου σενάρια. Το λεωφορείο έφυγε με μένα μέσα και το μυαλό μου σε σένα. Μπήκα σπίτι. Με το μυαλό μου σε σένα. Γράφω σ' έναν υπολογιστή. Μόνο σ' αυτόν μπορώ να μιλήσω για σένα.
Δεν θα σου ξαναμιλήσω ποτέ αφού δεν πρόκειται να ξαναδώ το χαμόγελό σου. Το πήρα, πλέον, απόφαση. Νομίζω πως κατάλαβες τι ήθελα. Και νομίζω πως κι εσύ το ήθελες.
Μια πλευρά του εαυτού μου εύχεται να το έβλεπες αυτό. Αυτή που επέλεξα είναι ανακουφισμένη που δε θα το δεις.
Αλλά υποθέτω πως δεν έχει καμία σημασία.
Η εκδοχή της πραγατικότητας εκλέχθηκε.
Όση ώρα το διάβαζα,έκανα τις λέξεις σου εικόνα...Κι όσο ''έβλεπα'' τα λόγια σου,τόσο έβλεπα κάτι από μένα...τόσο πολύ με άγγιξε,είναι λες και οι άνθρωποι έχουμε παρόμοια βιώματα σε κάποια θέματα.
ΑπάντησηΔιαγραφή